Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Ομιλία Λάζαρου Λασκαρίδη στην παρουσίαση του βιβλίου Δίδυμη Αγάπη του Καλλιθεάτη Πάνου Καλογερά

«Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι.
Απόψε, σε αυτόν το φιλόξενο χώρο του βιβλιοπωλείου Ιανός, γινόμαστε μάρτυρες σ’ ένα γεγονός: Αυτό της διαρκούς βάπτισης του Πάνου Καλογερά.
Εδώ και μερικές μέρες εισήλθε στην πνευματική ζωή –αφού η «Δίδυμη Αγάπη» του
τοποθετήθηκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων- και σήμερα γίνεται νεοφώτιστος, πατέρας, μάνα, γιος και νονός, ταυτόχρονα..

Διότι, η συγγραφή ενός βιβλίου, ισοδυναμεί με τη γέννηση ενός παιδιού. Φέρνεις στον κόσμο το πνευματικό σου δημιούργημα, που είναι αποτέλεσμα μεγάλου άγχους και ατέλειωτου ξενυχτιού και αγάπης.
Όπως ο έρωτας κορυφώνεται με τη σεξουαλική πράξη, με το μυαλό και το σώμα, σε απόλυτη συγχορδία να φτάνουν στο ζενίθ- έτσι κι η διαρκής πνευματική αναζήτηση φτάνει σε αυτόν το συναρπαστικό τοκετό.
Το αποτέλεσμα, το έχετε μπροστά σας, στα χέρια σας. Η «Δίδυμη Αγάπη» είναι το διαβατήριο για ένα ταξίδι από τα παλιά που φτάνει στις μέρες μας και τις ξεπερνά ακόμα κι αυτές, με το πάθος και τη φαντασία της. Παίρνοντας τις άκρες του νοητού νήματος από την ιώβιο υπομονή της Οδυσσειακής Πηνελόπης για τον άνθρωπο της ζωής της, ξεκινά από το δράμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και δεν ζωγραφίζει μόνο αλλά και πλάθει χαρακτήρες.
Όμως, οι χαρακτήρες αυτοί, παρότι κοινοί, είναι –την ίδια ώρα- όχι μόνο απελευθερωμένοι (για τα δεδομένα της εποχής που τους τοποθετεί) αλλά και εξιλεωμένοι. Ζουν μέχρι τέλους τα πάθη τους, τιμούν τα ήθη αλλά ρουφούν τη ζωή και τις μαγικές απολαύσεις της. Όχι μόνο δεν αγνοούν την ηδονή αλλά στέκονται και σε στάση προσοχής μπροστά της. Όπως αρμόζει σε αυτήν την κορυφαία κόρη του πόθου και του πάθους.
Ο Πάνος Καλογεράς λατρεύει βιώματα και ονόματα. Έχοντας σημείο αναφοράς την αγαπημένη του Μυτιλήνη, δίδει τα ονόματα των δύο εκ των τεσσάρων πρωταγωνιστών στους δημιουργούς του, σε ‘κείνους που τον έφεραν στη ζωή, στους γονείς του. Παίρνει θάρρος από το θάρρος τους και ορμή από την ορμή τους. Τους κοιτά ειλικρινά –στα μάτια, όπως κάνουν όλοι εκείνοι που σέβονται τον απέναντί τους, μα πάνω απ’ όλα τον εαυτό τους- και πρωτοπορεί. Σπάει ταμπού, αφυπνίζει συνειδήσεις και μοιράζει απλόχερα ζωή. Αντίστοιχη με την έντονη προθυμία, τη ζέση, που του την έδωσαν ο Χριστόδουλος και η Ερωφίλη.
Στον συγγραφέα αρέσει η κοινή ζωή αλλά όχι και η κοινή –συντηρητική, συνήθως- λογική. Μεταφέρει το ενδόμυχο σε στάση ζωής. Δεν το αφήνει να λιμνάζει στη σκέψη του μυαλού και του σώματος, το κάνει πράξη. Του δίνει σάρκα, την οποία τιμά δεόντως με την πέννα του, και οστά. Τον πόθο δεν τον αφήνει στα όρια του γαργαλιστικού, τον μετουσιώνει από σαράκι σε δύναμη απόλαυσης. Γίνεται ο ίδιος, με τους χαρακτήρες που μας παρουσιάζει, από «σπορά της τύχης», κατά τον ποιητή, σε «πλαστουργό της νιάς ζωής».
Η «Δίδυμη Αγάπη» είναι συνολικά ένα ιδιότυπο διαβατήριο ζωής. Κράμα της έμφυτης επιθυμίας και της μετουσιωμένης πράξης. Ο δημιουργός της δεν είναι τσιγκούνης, μοιράζει και μοιράζεται, σε μεταφέρει και μεταφέρεται. Δεν αποφεύγει να κάνει αφαίρεση, όπως ο Αγγελόπουλος στον κινηματογράφο, αλλά όχι σε ιστορικό επίπεδο, όπως εκείνος.
Αυτό που κάνει ο Πάνος Καλογεράς, ώρες-ώρες σε εντυπωσιάζει διότι οι χαρακτήρες του ξεπερνούν τα χρηστά ήθη της εποχής του μεσοπολέμου, στην οποία τοποθετεί την έναρξη του πονήματός του. Τους κάνει σύγχρονους στη σκέψη και τολμηρούς στις αποφάσεις που τους αφορούν. Το σώμα τους δεν είναι εργαλείο αυτοσυντήρησης αλλά πηγή ζωής και έντονης δραστηριότητας.
Κι αν μη τι άλλο, δίνει –με τη γραφίδα του- μια πρώτη μεγάλη απάντηση στο ερώτημα αγάπη ή έρωτας.
Αυτά τα δύο μεγάλα είναι καταδικασμένα να συνυπάρχουν. Δεν μπορεί να ζήσει το ένα, χωρίς το άλλο. Είναι «δίδυμα», όπως η «αγάπη» του συγγραφέα. Αγάπη (θηλυκού γένους) και έρωτας (αρσενικού) συνυπάρχουν αρμονικά και μαγικά, ειδάλλως δεν υπάρχουν. Δεν τα προστάζει το ένα το μυαλό και το άλλο το κορμί. Αποτελεί σεχταριστική λογική ο διαχωρισμός τους. Ψεύδος από εμάς προς τον εαυτό μας, απάντηση στην ανικανότητα και στην ανασφάλειά μας.
Κορυφώνεις μαζί, ποτέ μόνος σου.
Δεν μπορείς ν’ αντικρίζεις αυτά τα πελώρια εκφραστικά κι ονειροπόλα μάτια κι όλα εκείνα τα -έξω από τα όρια του ανθρωπίνου νου- χαρακτηριστικά, με τα οποία έχει προικίσει απλόχερα η μάνα φύση, το μαγικό αντικείμενο του πόθου σου, και να μεμψιμοιρείς. Δεν έχεις άλλο δρόμο παρά να σταθείς σε στάση προσοχής στο μεγαλείο της καλοσύνης, της χαράς, της επιθυμίας, του ονείρου. Να αποδεχτείς, βροντοφωνάζοντάς την, την καταλυτική επιλογή που ασκεί πάνω σου: Το χαμόγελο της τύχης που το έφερε μπροστά σου, τους δρόμους που ανοίγουν για να έλθει δίπλα σου και τα –πιο όμορφα- δεσμά που θα σε ενώσουν εφ’ όρου. Ή θα τα ζήσεις όλα ή τίποτα. Το μεγαλείο δεν σηκώνει υπεκφυγές. Δηλώνει μόνο παράδοση κι από τις δύο πλευρές. Κι αυτή η –πραγματική- παράδοση αμφοτέρων, οδηγεί στο μεγάλο και στο πραγματικό. Μαζί! Χώρια, δεν υπάρχει!
Άλλωστε, το γράφει ξεκάθαρα ο Πάνος Καλογεράς: «… μια καρμική σχέση μεταξύ τους που θα τους ένωνε για πάντα»!

Και δεν περιορίζεται σε αυτό αλλά προχωρά στην κατάθεση μιας διαπίστωσης-πρότασης (περί προτάσεως πρόκειται), όμορφης, σαγηνευτικής: «Είναι κάποιες φορές που ασυναίσθητα ακολουθούμε αυτό που νιώθουμε, μην ξέροντας γιατί, και που θέλουμε να το ζήσουμε επειδή δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε»…
Ο συγγραφέας κάνει υπέρβαση στη «Δίδυμη Αγάπη»: Αποφεύγει να ασχοληθεί με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εποχής ή μάλλον τα προσεγγίζει εξ απαλών ονύχων. Σε αυτή του τη δουλειά τουλάχιστον, δεν ασχολείται ούτε με τον προσφυγομαχισμό που ακολούθησε το δράμα της Μικρασιατικής Καταστροφής στα όρια της παλαιάς Ελλάδας, ούτε με τις οξύτατες ταξικές αντιθέσεις που, δυστυχώς, πάνε και σήμερα να επανέλθουν.
Περιορίζεται, προφανώς κατόπιν επιλογής που απορρέει από την κοινωνική του φιλοσοφία, στη σκιαγράφηση χαρακτήρων και σημείων. Με πολύ μεγάλη επιτυχία, είναι η αλήθεια!
Και, σε αφοπλίζει! Δεν αφήνει τον αναγνώστη να επιλέξει την υιοθέτηση ενός ήρωα ή μιας ηρωίδας για τον εαυτό του. Τον καθιστά κοινωνό του όλου, πρόσκαιρο κριτή, μα και θαυμαστή –ταυτόχρονα- των πρωταγωνιστών. Θαυμαστή, πότε του κουράγιου τους, πότε της δίψας τους και πότε της ελευθεριότητάς τους.
Όπως στην κινηματογραφική «Πολίτικη Κουζίνα» αισθάνεσαι να μυρίζεις την ευωδία των μπαχαρικών, έτσι και στη «Δίδυμη Αγάπη» νιώθεις το καυτό του ροφήματος της ζεστής σοκολάτας. Αισθάνεσαι την κούπα να καίει τα δάχτυλά σου αφού επέλεξες να την πιάσεις –ίσως για ν’ αντιμετωπίσεις το κρύον του χειμώνος- όχι από την ειδική της μεγάλη δαχτυλήθρα αλλά κάτω από αυτή και στα δυο της σημεία, δεξιά κι αριστερά. Κι όλα αυτά, όχι όπου κι όπου αλλά μπροστά στη γαλήνια θάλασσα της κόρης, νύμφης αλλά και πρωτεύουσας του Βορείου Αιγαίου.
Μόνο στατική δεν είναι η δουλειά του Πάνου Καλογερά. Δεν σε καθηλώνει. Αντίθετα σε εκπλήσσει. Ενός κακού ή ενός καλού, μύρια έπονται στη «Δίδυμη Αγάπη». Είναι απρόβλεπτος, ενίοτε υπερβολικός, όχι για να σε καθηλώσει αλλά για να σε συναρπάσει. Με αυτό το βιβλίο, δεν ξέρεις «από πού θα σου ‘ρθει» κατά το κοινώς λεγόμενο. Λαθεύεις αν πας να προβλέψεις τις εξελίξεις κι αυτό παρά το γεγονός ότι για ορισμένες σε προϊδεάζει. Το μέγεθός τους, πάντως, αδυνατείς να το συλλάβεις. Με την ανάγνωσή τους ζεις ένα σίριαλ που δεν ροκανίζει το χρόνο αλλά φαίνονται και λίγες ακόμα κι αυτές οι 572 σελίδες (ασυνήθιστα πολλές για μυθιστόρημα) του περιεχομένου του.
Τελικά, η «Δίδυμη Αγάπη» είναι παντού. Και ως μάνα – δημιουργός ωραιότητας, και ως αδελφή (πνευματικός καθοδηγητής λάμψης) και ως αγάπη και ως αγάπη της αγάπης. Είναι πράξη ευεργετική. Λυτρώνει γιατί μόνο η αλήθεια είναι πράξη λυτρωτική. Αξίζει το ρίσκο διότι εμπεριέχει μεγαλείο ψυχής. Σε λυτρώνει και σε ανακουφίζει, επουλώνει τα τραύματά σου.
Ο ομιλών δεν είναι λογοτέχνης για να κάνει αυτό με το οποίο ώριμος πνευματικά και καταξιωμένος τότε Άγγελος Σικελιανός παρουσίασε τον νεαρό Γιάννη Ρίτσο στο ευρύ κοινό, στο περιθώριο της κηδείας του Κωστή Παλαμά. Κατά την άφιξη του Ρίτσου στο κοιμητήριο, είπε φωναχτά «ανοίξτε το δρόμο να περάσει ο ποιητής».
Όμως, ο ομιλών και πάλι, ως ταπεινός επαγγελματίας χειριστής (αλλά και εραστής της γραφίδος) από 27ετίας και πλέον, μπορεί να προχωρήσει σε αυτό που συνέβη λίγες μέρες μετά το γεγονός που περιγράψαμε, κατά την τυχαία συνάντηση των δύο προαναφερθέντων κορυφαίων πνευματικών ανθρώπων, σε δρόμο της Αθήνας. Τότε, όταν ο Ρίτσος θέλησε να ευχαριστήσει τον Σικελιανό για τον ανυψωτικό λόγο του, εκείνος τον προσπέρασε βιαστικά, λέγοντάς του μόνο μια απλή λέξη, επαναλαμβανόμενη τρεις φορές «γράφε, γράφε, γράφε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου